- ορφνώνω
- και ορφνώ, -όω [ορφνός]1. βάφω κάτι σκούρο, σκουραίνω2. επιχρίω μεταλλική επιφάνεια με ορειχάλκινη σκόνη, ώστε να χάσει τη στιλπνοτητά της.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
όρφνωση — η [ορφνώνω] 1. αμαύρωση, θάμπωμα 2. επίχριση μεταλλικής στιλπνής επιφάνειας με σκόνη από ορείχαλκο έτσι ώστε αυτή να χάσει τη στιλπνότητά της … Dictionary of Greek